- πήλευς
- πηλόωcoatimperf ind act 2nd sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πηλεύς — son of Peleus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηλεύς — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αίγυπτο και μαρτύρησε στη φωτιά μαζί με το συμπατριώτη του Νείλο. Η μνήμη του τιμάται στις 17 Σεπτεμβρίου. * * * έως, ο, ΝΜΑ, και Πηλέας Ν, και επικ. τ, γεν. ήος ή έος και αττ. αιτ. ή, Α… … Dictionary of Greek
Πηλεῖς — Πηλεύς son of Peleus masc acc pl Πηλεύς son of Peleus masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηλῆ — Πηλεύς son of Peleus masc acc sg (attic) Πηλεύς son of Peleus masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηλέων — Πηλεύς son of Peleus masc gen pl Πηλέω̆ν , Πηλεύς son of Peleus masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Пелей — (Πηλεύς) сын эгинского царя Эака, брат Теламона. За убийство своего сводного брата Фока, который победил П. в атлетических упражнениях, был изгнан отцом и удалился во Фтию к дяде Эвритиону, на дочери которого женился. Во время калидонской охоты… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Πηλεῖ — Πηλεύς son of Peleus masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηλεῖος — Πηλεύς son of Peleus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηλεῦ — Πηλεύς son of Peleus masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηλεῦσι — Πηλεύς son of Peleus masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)